-
1 πορθέω
A destroy, ravage, plunder,πόλεας καὶ τείχεα Il.4.308
;ἀνδρῶν ἀγρούς Od.14.264
;τοὺς χώρους Hdt.3.58
; , etc.;Φοινίκην Isoc.9.62
;τὴν Σελλασίαν ἔκαον καὶ ἐπόρθουν X.HG6.5.27
;τὴν ἤπειρον Th.8.57
; ;π. ἐκ τῶν ἱερῶν τὰ ἀγάλματα Ath.12.523b
:—[voice] Pass.,πᾶν τὸ ἄστυ ἐπορθέετο Hdt. 1.84
;ὅλης τῆς Ἑλλάδος πεπορθημένης Isoc.10.49
; is carried off,Eup.
155.2 in [tense] pres. and [tense] impf., sts. endeavour to destroy, besiege a town, Hdt.1.162, Decr. ap. D.18.164, D.S.12.34, 15.4.3 of persons, destroy, ruin,θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖς A.Th. 583
; : abs., do havoc, Id.Andr. 633: esp. in [voice] Pass.,αὐτοὶ ὑφ' αὑτῶν.. πορθούμεθα. A.Th. 194
;κατ' ἄκρας.. ὡς πορθούμεθα Id.Ch. 691
; of women, ; σκόροδα πορθούμενος robbed of them, Com. phrase in Ar.Ach. 164.
См. также в других словарях:
πορθώ — πορθῶ, έω, ΝΜΑ εκπορθώ, αφανίζω με κατάκτηση, λεηλατώ («τὴν Σελλασίαν ἔκαον καὶ ἐπόρθουν», Ξεν.) αρχ. 1. κάνω πολεμική επίθεση, προσβάλλω («προσέταξαν τήν τε χώραν... λεηλατῆσαι καὶ τὴν πόλιν πορθῆσαι», Διόδ.) 2. συλώ, καταστρέφω («θεοὺς τοὺς… … Dictionary of Greek